- ἄτμενος
- ἄτμενος, ὁ,A = ἀτμήν, Archil. ap. Sch.Il.Oxy.1087, Call.Fr.538, Hsch., Eust.1750.62:—as Adj.,
ἄτμενον οἶτον Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄτμενον οἶτον Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄτμενος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτμένος — ἀτμήν slave masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτμενον — ἄτμενος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπάτμενοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «δοῡλοι, ὑπουργοί». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀτμήν, ἀτμένος «δούλος, υπηρέτης»] … Dictionary of Greek